Η Ιδέα του βιβλίου «Αντέχεις την Αλήθεια το Χρονικό της αιχμαλωσίας», δοσμένη σε ένα παραμύθι για τα μικρά παιδιά.
Το κείμενο είναι της αναγνώστριας Katerina Katerina
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μερικά σπουργιτάκια, αδερφάκια. Αυτά ζούσαν σε ένα πανέμορφο δάσος, στο Δάσος του Αγαθού, μαζί με την μητέρα και τον πατέρα τους. Εκεί υπήρχε ηρεμία και απόλυτη αρμονία. Κανένας κίνδυνος δεν τα απειλούσε. Τον κίνδυνο δεν είχαν γνωρίσει και για αυτό δεν υπήρχε καχυποψία για τίποτα.
Το πιο φοβερό απ’ όλα ήταν πως τρέφονταν από το τραγούδι των γονιών τους. Μάλιστα! Από το ίδιο τους το Κελάηδημα! Όσο πιο κελαριστό ήταν το τραγουδάκι της μαμάς και του μπαμπά, τόσο πιο πολύ χόρταινε η κοιλίτσα τους.
Η μητέρα και ο πατέρας των μικρών είχαν προειδοποιήσει τα παιδιά τους, πως μπορούσαν να πετούν ελεύθερα όπου ήθελαν, μακριά όμως από το δάσος του μάγου Χωρίστρα.
Μία μέρα εμφανίστηκε κατάκοπος ένας παράξενος επισκέπτης. Ήταν ένας παραμορφωμένος, ώριμος σπούργος, ο Στροβίλ.
«Ποιος ξέρει τι ατύχημα είχε ο δυστυχής και κατάπεσε σε αυτή τη θέση», σκέφτηκαν τα μικρά.
Αυτός ζήτησε βοήθεια από τα πουλάκια που ζούσαν εκεί, καθώς μονάχος του δεν μπορούσε να χτίσει τη φωλιά του. Τα σπουργιτάκια χωρίς δεύτερη σκέψη προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.
«Ακολουθήστε με, από εδώ!», είπε. Αυτά πέταξαν ξοπίσω του.
Όταν έφευγαν η μητέρα και ο πατέρας τους άρχισαν να τα καλούν να επιστρέψουν, καθώς γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά στο δάσος η καχυποψία. Οι γονείς των σπουργιτιών γνώριζαν τον Στροβίλ και τον ταΐζαν με το κελάηδημα τους. Ήξεραν πως ήταν ζωηρός. Παρόλα αυτά του έδιναν συνεχώς κελαηδοτροφή.
«Τι να σκαρώνει άραγε;», σκέφτηκε ο πατέρας.
Χωρίς να χάσουν πολύτιμο χρόνο οι γονείς ακολούθησαν την πορεία των πουλιών. Σύντομα διαπίστωσαν πως η κατεύθυνση τους πήγαινε προς το δάσος του μάγου Χωρίστρα.
«Το παράκανε αυτή τη φορά!» είπε η μητέρα.
«Άσε τα παιδιά μας ήσυχα Στροβίλ, μα γιατί δεν ακούς;» φώναζε με όλη του τη δύναμη ο πατέρας.
«Παιδιά! Γυρίστε!» φώναζαν μαζί οι γονείς.
Κάποια σπουργιτάκια ακούγοντας τη γνώριμη, γλυκιά φωνή τους αναστατώθηκαν.
«Ελάτε αδέρφια. Μας καλούν οι γονείς μας. Ας τους ακούσουμε.», είπε ένα από αυτά.
«Δίκιο έχεις. Μα γιατί βιαστήκαμε να ακολουθήσουμε τον ξένο;», είπε ένα άλλο. «Για να φωνάζουν τόση ώρα, κάτι θα ξέρουν. Πάμε, επιτέλους πίσω!», είπε και ένα τρίτο.
«Δεν πάω πουθενά!» , ακούστηκε μια φωνή παραπέρα.
«Θέλω τόσο πολύ να χτίσω αυτή τη φωλιά…άλλωστε γιατί να μην βοηθήσουμε τον Στροβίλ;», συμπλήρωσε μία ακόμη.
«Μα δε βλέπετε πως μας πάει προς το δάσος του μάγου Χωρίστρα; Ξεχάσατε ότι δεν πρέπει να πάμε ποτέ εκεί;», επέμεινε το πρώτο σπουργίτι.
Έτσι κάπως έγινε και τα περισσότερα πουλάκια έκαναν στροφή προς το δρόμο της επιστροφής. Λίγα όμως δεν άκουσαν το κάλεσμα των γονιών τους. Όταν η μητέρα και ο πατέρας είδαν τα παιδιά τους να επιστρέφουν τα αγκάλιασαν σφιχτά. Έπειτα τα μέτρησαν και ένα αγκάθι τους τρύπησε την καρδιά, αφού κατάλαβαν πως κάποια έλειπαν. Ωστόσο, ο Στροβίλ είχε ακούσει τις προειδοποιήσεις, μα αδιαφορούσε. Σαν να μην έφτανε αυτό, πίεζε με δόλιο τρόπο τα δύσμοιρα πουλάκια που τον είχαν ακολουθήσει να δουλεύουν στο χτίσιμο της φωλιάς σκληρά.
Εκεί γνώρισαν και άλλα σπουργίτια από άλλη ράτσα, τα στροβίλια. Αυτά τους είπαν πως πατέρας τους ήταν ο Στροβίλ και πως δεν έπρεπε να ανησυχούν γιατί ήταν καλός και απλά χρειαζόταν λίγη στήριξη με τη μεταφορά λάσπης προς τη φωλιά. Η φωλιά ήταν τεράστια. Ποτέ ξανά δεν είχαν δει παρόμοια.
Η μητέρα και ο πατέρας των παρασυρμένων σπουργιτιών βάλθηκαν να βρουν τρόπο να τα φέρουν πίσω. Δυστυχώς δεν μπορούσαν να πάνε ως εκεί που είχαν φτάσει τα παιδιά τους γιατί στο δάσος του μάγου Χωρίστρα παραμόνευε μεγάλη απειλή για όποιον το παραπλησίαζε. Αν κάποιος πετούσε πέρα από έναν αόρατο φράχτη, με ένα μαγικό τρόπο το δάσος τον ρούφαγε και τον χώριζε στα δυο! Έτσι πήραν μια μεγάλη απόφαση. Θα έπαυαν από εκείνη τη στιγμή το κελάηδημα που έδινε φαγητό στον ξένο. Όσο σκληρό και αν ήταν, δεν θα τραγουδούσαν πια για αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο ίσως καταλάβαινε πως πρέπει να ακούσει επιτέλους και να επιστρέψει τα παιδιά εκεί όπου ανήκουν. Διαφορετικά θα έχανε τη ζωή του δίχως την πολύτιμη γλυκοκελαϊδιστή τροφή.
Με το που κόπηκε το φαγητοτραγούδι της μητέρας και του πατέρα, τα πράγματα δεν ήρθαν ακριβώς όπως περίμεναν οι γονείς. Ο Στροβίλ αγρίεψε πολύ και έβαλε σε δράση ένα πολύ ύπουλο σχέδιο. Είχε αποφασίσει να κλέψει το τραγούδι των παιδιών για να το κάνει τροφή του, εφόσον άλλη δε του απόμενε. Φώναξε λοιπόν τα ανυποψίαστα σπουργιτάκια και τους είπε:
«Ακούστε με καλά. Δεν γίνεται δουλειά σωστή έτσι! Για να φτιαχτεί όπως πρέπει το χαμηλότερο μέρος της φωλιάς πρέπει να περάσουμε από την κάτω πλευρά της». Έτσι, τους έδειξε ένα πηγάδι, που θα τα οδηγούσε κατευθείαν στον πάτο της φωλιάς. Αν και παραξενεύτηκαν τα μικρά δεν το πολυσκέφτηκαν και πέταξαν με μιας εκεί μέσα.
Ο ξένος σπούργος Στροβίλ έτριβε τα χέρια από τη χαρά του. Τα πουλάκια είχαν μόλις πέσει στην παγίδα του. Καθένα που έβγαινε από το πηγάδι ξέχναγε τα πάντα για την προηγούμενη ζωή του, καθώς δεν ήταν ένα τυχαίο, αλλά το πηγάδι της λήθης. Άπαξ και πέρναγαν από μέσα έπαυαν να έχουν αναμνήσεις.
Για κάθε ένα σπουργίτι ο πανούργος είχε και ένα κλουβί. Τα έκλεινε μέσα σε αυτό ερμητικά και δεν μπορούσαν να δουν το ένα το άλλο, καθώς δεν υπήρχαν καθόλου ανοίγματα.
Στο δάσος του μάγου Χωρίστρα, που βρίσκονταν πλέον τα σπουργιτάκια, όλα έπαιρναν μαγική τροπή. Με τον καιρό τα κλουβιά άρχισαν να αποκτούν μάτια, χέρια και πόδια. Μεταμορφώθηκαν στα πιο παράξενα κλουβιά του κόσμου. Απέκτησαν ακόμη και στόμα. Έτρωγαν σκουλήκια, φρούτα, λαχανικά και ότι έδινε η γη του μαγεμένου δάσους. Ακόμη, κάποια κλουβιά δεν είχαν καθόλου πουλιά, όμως είχαν και αυτά μάτια, στόμα, χέρια και πόδια, όπως όλα. Άλλα πάλι φιλοξενούσαν επικίνδυνες και πολύ άγριες ράτσες πουλιών. Μερικές φορές τα κλουβιά τσακώνονταν μεταξύ τους.
«Εγώ θα πιάσω το χωράφι στο κέντρο και θα φτιάξω σπίτι δίπλα στο ποτάμι», έλεγε ένα κλουβί με στόμφο.
«Εγώ θα πιάσω το βάλτο που έχει πολλή τροφή και το πλαϊνό μέρος που είναι γεμάτο δέντρα. Η δική μου μεριά είναι καλύτερη.», απάνταγε ένα άλλο.
«Για δες ποιος περνά! Μα καλά, είναι αυτό τώρα χρώμα για κλουβί; Γκρι;!! Το δικό μου είναι χρυσό!», κοκορευόταν κάποιο παραπέρα.
Το φαγητό δεν έφτανε πάντα. Δεν πίστευαν τα ίδια πράγματα και σπάνια συμφωνούσαν σε κάτι. Τα πιο πολλά κλουβιά έβλεπαν τα άλλα σαν εχθρούς τους. Όταν δυσκολεύονταν πολύ και επιθυμούσαν βοήθεια έψαχναν να βρουν τον Στροβίλ. Πουθενά όμως αυτός. Άφαντος! Τα πιο νεαρά κλουβάκια δεν πίστευαν καν πως υπήρχε ποτέ ο Στροβίλ.
Μία συχνή αιτία καβγάδων για τα κλουβιά ήταν οι γνώσεις. «Γνωρίζω τα πάντα για την ιστορία του μαγεμένου μας δάσους. Μπορώ να σας πω αναλυτικά πως και πότε δημιουργήθηκε, πως άλλαξε η μορφολογία της Χωριστρογής με το πέρασμα των ετών.», έλεγε ένα κλουβί.
«Ουάου!», θαύμαζαν τα υπόλοιπα.
«Και εγώ ξέρω πολύ καλά να μιλάω τέσσερις από τις γλώσσες του δάσους μας άπταιστα. Την πολίν, την σετάν, την καρέλ και την ακούτ.», καυχησιολογούσε ένα άλλο.
Ο καιρός περνούσε και τα ξεχασμένα, ταλαίπωρα και εγκλωβισμένα σπουργίτια μέσα στα κλουβιά λιμοκτονούσαν. Όσα σκουλήκια και χορταρικά και αν τους πέταγαν απ’ τα κλουβιά. Τα οποία κλουβιά, δεν θυμούνταν καν ότι φιλοξενούσαν πουλάκια. Τα έρμα τιτίβιζαν που και που μα κανείς δε τα άκουγε. Μόνο ο Στροβίλ γευμάτιζε με κάθε γλυκόηχη λαλιά τους.
Κάποια στιγμή με τον καιρό τα κλουβιά σάπιζαν ολοσχερώς και με αυτό τον τρόπο τα πουλάκια που είχαν μέσα πετούσαν μακριά και έψαχναν τρόπο να δραπετεύσουν από αυτό το φρικτό μέρος, που είχαν παγιδευτεί. Δεν ήξεραν όμως πως και που να πάνε. Ώσπου ερχόταν η ώρα που ο Στροβίλ τα τσάκωνε, τα πέρναγε μια βόλτα απ’ το πηγάδι της λήθης και τα έκλεινε πάλι σε νέο κλουβί.
Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι τη μέρα που εμφανίστηκε ένα κλουβί αλλιώτικο από τα άλλα. Μιλούσε κάπως περίεργα, μα σοφά και κατανοητά για λίγους. Η φήμη του απλώθηκε σε όλο το δάσος του μάγου Χωρίστρα. Αυτό το κλουβί, δε νοιαζόταν για το πως είναι η εμφάνιση του κάθε κλουβιού, ούτε για το μέρος που βρίσκεται ή την θέα που έχει να αγναντεύει. Μάλιστα αποκάλυψε μεγάλα μυστικά, όπως ότι μέσα σε κάποια από αυτά βρίσκεται κρυμμένο ένα σπουργίτι από το δάσος του Αγαθού. Τότε ήταν που ορισμένα κλουβιά ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
«Φυσικά και δεν υπάρχει τέτοιο δάσος, ούτε καν τέτοια πουλιά!», έλεγαν.
Λίγα όμως προβληματίστηκαν. Έφταιγαν ίσως εκείνες οι στιγμές που θυμούνταν ένα αμυδρό τιτίβισμα να φτάνει μετά βίας στα αυτιά τους. Το αλλόκοτο κλουβί, που μιλούσε ασυνήθιστα, μια μέρα καταστράφηκε από τα κλουβιά που το κοροϊδεύαν. Είχε όμως προλάβει να σιγοψιθυρίσει, σε όσα αυτιά ήθελαν να το ακούσουν, το δρόμο της επιστροφής προς το δάσος του Αγαθού.
Τα σπουργίτια ωστόσο, μέσα από τα κλουβιά είχαν αναστατωθεί. Μαζί με τα μειλίχια και αξέχαστα εκείνα λόγια είχαν ακούσει και ένα γνώριμο κελάηδημα. Ελάχιστα άρχισαν να έχουν και αναμνήσεις από τη ζωή στο δάσος του Αγαθού. Μια νοσταλγία ξεκίνησε να φουντώνει και όσο το σκέφτονταν, τόσο ζωήρευε.
Κάπως έτσι ήρθε ο καιρός που το τιτίβισμα τους, έβγαινε από το στόμα των κλουβιών τους. Τα υπόλοιπα κλουβιά δεν καταλάβαιναν αυτή τη γλώσσα. Αφού δεν έμοιαζε καθόλου με την πολίν, ούτε με την σετάν, την καρέλ ή την ακούτ, μα και με καμιά στον κόσμο. Έτσι τα χλεύαζαν με κάθε ευκαιρία.
«Παλάβωσε το μυαλό τους και έχασαν τα λογικά τους», έλεγαν και συνέχιζαν ανενόχλητα τη δουλειά τους.
Θλίψη μεγάλη έπιανε τα άμοιρα σπουργίτια, όμως δεν έχαναν το κουράγιο τους. Ήξεραν πως μέσα σε εκείνο το διαφορετικό απ’ τα άλλα κλουβί είχε βρει ένα ευφυή τρόπο να κρυφτεί σκοπίμως το πιο όμορφο και σοφό σπουργίτι απ’ τη δική τους ράτσα.
Ήταν θέμα χρόνου να σαπίσουν τα κλουβιά τους και να ξεδιπλώσουν τον υπερβατικό χάρτη που τους είχε μαρτυρήσει και που θα τα οδηγούσε στην πύλη της ελευθερίας τους. Πέρα από κάθε φυλακή. Μακριά από το δάσος της σήψης. Πίσω στον αγαπημένο Πατέρα και τη Μητέρα τους.
Με αγάπη από έναν αναγνώστη του Βιβλίου